ἀνοσίου

ἀνοσίου
ἀνόσιος
unholy
masc/neut gen sg
ἀνόσιος
unholy
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • оканьныи — (439) пр. 1.Несчастный, жалкий, грешный: ѡ горе мнѣ грѣшному ѡканеному. Мин н. XII (сент. окт.), 250 об. (зап. XII); гл҃ааше бо въ д҃ши своѥи ока||ньнѣи. СкБГ XII, 12–13; азъ ѥсмь ѡканьныи грѣшьныи ст҃че б҃жии съгрѣшивъ мъного. ЧудН XII, 75в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ZELOTAE, a ZELO dicti sunt — His in veter. Hebraeorum Republ. ius erat, pro atrocitate in Numen Sanctissimum Populique sanctiora facinoris, peccantem, citra figuram iudicii, nedum in ius vocationem, statim obruere et morte mulctare. Misna, Qui sacrilegium commiserat (ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανοσιότητα — η (AM ἀνοσιότης) η ιδιότητα του ανόσιου, ασέβεια …   Dictionary of Greek

  • ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • Σπανού ακολουθία — Παρωδία κατά τον τύπο των εκκλησιαστικών ακολουθιών διάφορων μεσαιωνικών κειμένων. Ο πλήρης τίτλος του είναι: Ακολουθία του ανοσίου τραγογενή σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ εν έτει εφέτο. Γράφτηκε μεταξύ του 13ου και του 14ου αι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”